θρύλλος

θρύλλος
θρῦλος
noise as of many voices
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρύλλος — θρύλλος, ὁ (ΑΜ) βλ. θρύλος …   Dictionary of Greek

  • Trollen — Trollen, verb. reg. act. et neutr. im letzten Falle mit seyn und haben, welches eine Onomatopöie eines rollenden oder trollenden Lautes ist, und daher in allen den Fällen gebraucht wurde, in welchen dieser Laut statt findet. 1. * Eine Art… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • θρυλλίζω — (Μ) [θρύλλος] επαναλαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • θρυλλώ — θρυλλῶ, έω (ΑΜ) [θρύλλος] διαταράσσω με τα λόγια μου μσν. αμφισβητώ …   Dictionary of Greek

  • θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται …   Dictionary of Greek

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • συνθρυλλώ — έω, Μ διαδίδω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρυλῶ (< θρύλος / θρύλλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”